- Αργυρό
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 358 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διστύων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αργυρό Νερό — Ορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 900 μ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου … Dictionary of Greek
Αργυρό Πηγάδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.020 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου … Dictionary of Greek
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek
Κριεζώτης, Νικόλαος — (Αργυρό Καρυστίας 1785 – Σμύρνη 1853). Αγωνιστής του 1821. Τον Μάιο του 1821, μόλις επέστρεψε στην Εύβοια από τη Μικρά Ασία όπου ήταν τσοπάνος στην υπηρεσία ενός πλούσιου κτηνοτρόφου, κατατάχθηκε από τον Αγγελή Γοβγίνα, γενικό αρχηγό Ευβοίας, στο … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
υπάργυρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾱσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ. β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.) αρχ. 1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
κυπέλλωση — Μεταλλουργική μέθοδος αποχωρισμού με οξείδωση ενός ή περισσότερων στοιχείων από ρευστό μείγμα. Ειδικά αφορά την κατεργασία με την οποία εξορύσσεται ο άργυρος από μολυβδούχα ορυκτά που τον περιέχουν ως ακαθαρσία. Η κ. προβλέπει μια οξειδωτική τήξη … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek